- σταφιδάμπελος
- η, και σταφιδάμπελο, το, Νβοτ.1. ονομασία για τις ποικιλίες αμπελιού τών οποίων ο καρπός, όταν ξηρανθεί, γίνεται η σταφίδα2. κοινή ονομασία τής άσπερμης ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + άμπελος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.